φαρμακογνώστης

φαρμακογνώστης
ο, Ν
επιστήμονας που ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακογνωσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + γνώστης (< γιγνώσκω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • φαρμακογνωστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φαρμακογνωσία ή στον φαρμακογνώστη 2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακογνωστική η φαρμακογνωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακογνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1787 στον Γ. Ζαβίρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”